- κεφαλοθραύστης
- ο1. ρόπαλο που χρησιμοποιούν οι πρωτόγονοι ως όπλο2. μτφ. κείμενο ακατανόητο ή δυσεπίλυτο πρόβλημα, σπαζοκεφαλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -θρανστης (< θραύστης < θραύω «σπάω»), πρβλ. καρυο-θραύστης, κυματο-θραύστης. Η λ., στον λόγιο πληθ. τύπο κεφαλοθραῦσται, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.